Ο καρκίνος του πέους αποτελεί μια σπάνια κακοήθεια που συναντάται στο 0,4 – 0,6% των κακοηθειών μεταξύ ανδρών στις αναπτυγμένες χώρες. Σε ορισμένα κράτη της Αφρικής και της Νοτίου Αμερικής το ποσοστό αυτό υπερβαίνει το 10% λόγο των ελλιπών συνθηκών τοπικής υγιεινής. Προσβάλει συνήθως ηλικιωμένους άνδρες 60 – 80 ετών.
Αίτια και ενοχοποιητικοί παράγοντες
Ενοχοποιητικοί παράγοντες θεωρούνται η κακή υγιεινή, η χρόνια ερεθιστική δράση του σμήγματος και ο ιός των ανθρωπίνων θηλωμάτων (HPV – Human Papilloma Viruses) και ειδικά οι υποτύποι 16 και 18, οι οποίοι προκαλούν καρκίνο και στον τράχηλο της μήτρας. Η πιθανότητα εμφάνισης καρκίνου του πέους αυξάνεται, όταν συνυπάρχει φίμωση που δεν επιτρέπει την απομάκρυνση του σμήγματος. Η φίμωση συνοδεύει τον καρκίνο του πέους σε ποσοστό 25-75%. Αν και η περιτομή σε μικρή ηλικία ουσιαστικά εξαφανίζει την πιθανότητα εμφάνισης καρκίνου, όταν εκτελείται σε μεγάλη ηλικία ο προστατευτικός της ρόλος είναι περιορισμένος. Επίσης, το κάπνισμα είναι ένας επιβαρυντικός παράγοντας που σχετίζεται με τον καρκίνο του πέους.
Ιστολογικοί τύποι
Διηθητικό καρκίνωμα πέους
Στην πλειονότητα τους τα καρκινώματα του πέους είναι από πλακώδη κύτταρα (95%) ενώ το υπόλοιπο 5% αφορά διάφορους ιστολογικούς τύπους, συχνότερος από τους οποίους είναι το σάρκωμα και το μελάνωμα και σπανιότερα το καρκίνωμα βασικοκυτταρικού τύπου.
Καρκίνωμα in situ του πέους
Σε αυτήν την κατηγορία βλαβών εντάσσονται οι παρακάτω βλάβες:
- Ερυθροπλακία του Queyrat
- Νόσος του Bowen
Προκαρκινωματώδεις δερματολογικές βλάβες του πέους
Ως προκαρκινωματώδεις βλάβες πέους θεωρούνται καλοήθεις παθήσεις που ιστολογικά περικλείουν μια δυνητική κακοήθεια, ή μια μελλοντική ανάπτυξη σε πλακώδες καρκίνωμα. Η επιπτώση της προόδου της βλάβης σε ένα πλακώδες καρκίνωμα είναι ακόμα άγνωστη.
Προκαρκινωματώδεις βλάβες θεωρούνται οι ακόλουθες:
- Οξυτενή κονδυλώματα
- Υπερκεράτωση του Horn
- Κερατωσική βαλανίτις
- Ξηρωτική βαλανίτις
- Λευκοπλακία
- Γιγαντιαίο κονδύλωμα ή όγκος των Buscke-Lowenstein
Εντόπιση
Συχνότερες εντοπίσεις είναι στην βάλανο (48%) και στην ακροποσθία (21%), μπορεί όμως να εντοπίζεται οπουδήποτε στο πέος ή να καταλαμβάνει διάφορα τμήματα του πέους όπως βάλανος-ακροποσθία-κορμός 14%, βάλανος-ακροποσθία 9%, σώμα πέους 2%.
Ο καρκίνος του πέους έχει την τάση να μεθίσταται με την λεμφική οδό στους επιπολής βουβωνικούς λεμφαδένες και στην συνέχεια στους εν τω βάθει βουβωνικούς και στους πυελικούς (έξω λαγόνιους, έσω λαγόνιους και θυρεοειδείς). Απομακρυσμένες μεταστάσεις αφορούν συνήθως πνεύμονα, ήπαρ, οστά και εγκέφαλο. Αν ο καρκίνος του πέους παραμείνει χωρίς θεραπεία οδηγεί σε θάνατο μέσα σε 2 χρόνια.
Κλινικά χαρακτηριστικά
Το καρκίνωμα του πέους αρχίζει συνήθως σαν μία μικρή βλάβη του πλακώδους επιθηλίου (μικρό οζίδιο ή έλκος) στη βάλανο ή την ακροποσθία, που βαθμιαία μεγαλώνει και επεκτείνεται κατά συνέχεια ιστών στην πόσθη και το σώμα του πέους, αλλά και βαθύτερα τα σηραγγώδη σώματα. Αρκετοί ασθενείς αναφέρουν συμπτώματα όπως κνησμός, αίσθημα καύσου, αιμορραγία από την βλάβη και δυσουρία, σε περιπτώσεις που η βλάβη εντοπίζεται κοντά στο έξω ουρητηρικό στόμιο.
Συχνά παρουσιάζει μεταστάσεις στα βουβωνικά γάγγλια, δια των λεμφαγγείων της ακροποσθίας και σπανιότερα σε απομακρυσμένα όργανα (πνεύμονες, ήπαρ, οστά εγκέφαλος), όταν υπάρξει διήθηση και διάσπαση του ινώδη χιτώνα των σηραγγωδών σωμάτων.
Η πρώτη, συνήθως, εντόπιση των μεταστάσεων αφορά τους βουβωνικούς λεμφαδένες. Η ακροποσθία και το δέρμα του πέους δίνουν μεταστάσεις στους επιφανειακούς βουβωνικούς λεμφαδένες, ενώ η βάλανος και τα σηραγγώδη σώματα δίνουν μεταστάσεις στους εν τω βάθει βουβωνικούς λεμφαδένες.
Διάγνωση
Η κλινική εξέταση του πέους είναι απαραίτητη για την αξιολόγηση του εντοπισμού, του αριθμού, της διαμέτρου, του χρώματος, των ορίων, της κινητικότητας και της μορφολογίας της βλάβης. Πολλές φορές μπορεί να συνυπάρχει φίμωση που μπορεί να καλύπτει την βλάβη, ενώ η εμφάνιση φίμωσης σε σύντομο χρονικό διάστημα πιθανόν να υποκρύπτει καρκίνο.
Η ψηλάφηση των βουβωνικών περιοχών για πιθανή ύπαρξη αδενοπάθειας (νεοπλασματικής ή φλεγμονώδους) είναι απαραίτητη για την σταδιοποίηση της νόσου. Πριν τη λήψη αποφάσεων για τη θεραπεία προτιμάται μια βιοψία ολικής εξαίρεσης του λεμφαδένα “φρουρού”, ή μια βιοψία με βελόνη σε επιφανειακούς όγκους.
Κάθε βλάβη στο πέος που ανθίσταται στην προσπάθεια μίας συντηρητικής θεραπείας, ιδιαίτερα εκείνες που καλύπτονται από την παρουσία μίας φίμωσης, πρέπει να θεωρούνται ύποπτες και να υποβάλλονται σε βιοψία. Η βιοψία της βλάβης επιτρέπει την επιβεβαίωση της νόσου και δίνει τις απαραίτητες πληροφορίες για την επιλογή των κατάλληλων θεραπευτικών χειρισμών.
Για τον έλεγχο της πρωτοπαθούς εστίας οι απεικονιστικές εξετάσεις που χρησιμοποιούνται είναι το υπερηχογράφημα και η μαγνητική τομογραφία.
Η αξονική τομογραφία συμβάλει κυρίως για την εκτίμηση των λεμφαδενικών μεταστάσεων και των μεταστάσεων στον θώρακα ενώ το σπινθηρογράφημα οστών για τις πιθανές οστικές μεταστάσεις.
Αντιμετώπιση
Ο πρωτοπαθής όγκος και οι περιοχικοί λεμφαδένες συνήθως αντιμετωπίζονται χωριστά. Η σωστή σταδιοποίηση είναι κρίσιμη για τη σωστή θεραπεία. Η λεμφαδενεκτομή (LAD) είναι υποχρεωτική σε ασθενείς με στοιχεία λεμφαδενικής μετάστασης.
1. Αντιμετώπιση πρωτοπαθούς όγκου
H θεραπεία διατήρησης πρέπει να λαμβάνεται υπόψη όταν είναι εφικτή.
Η χειρουργική θεραπεία αποτελεί την πρώτη μας επιλογή, ανεξάρτητα με την κατάσταση των λεμφογαγγλίων. Ανάλογα με την έκταση της βλάβης μπορεί να προχωρήσουμε σε εξαίρεση της βλάβης εντός υγιών ιστών (με την χρήση Laser CO2, YAG Laser ή χειρουργική εκτομή) ή και σε μερική πεεκτομή (μερικό ακρωτηριασμό του πέους), που επιτυγχάνει την αφαίρεση της βλάβης με υγιές τμήμα, μήκους τουλάχιστον 1 εκ., το οποίο επιτρέπει την ούρηση σε όρθια θέση, αλλά και τη δυνατότητα για κολπική σεξουαλική επαφή. Όταν η βλάβη είναι μεγάλη και δεν επιτρέπει την ασφαλή της εξαίρεση με μερικό ακρωτηριασμό, προχωρούμε σε ριζική πεεκτομή και περινεϊκή ουρήθροστομία, μέσω της οποίας γίνεται στο εξής η ούρηση, φυσικά σε καθιστή θέση.
2. Αντιμετώπιση επιχώριων λεμφαδένων
Η αντιμετώπιση των επιχώριων λεμφαδένων είναι υψίστης σημασίας στην αντιμετώπιση του καρκίνου του πέους.
Η συχνά συνυπάρχουσα λεμφαδενοπάθεια (50%, των περιπτώσεων), θεραπεύεται με τη χορήγηση ευρέος φάσματος αντιβιοτικών, επί 6 εβδομάδες. Αν υποχωρήσει ο ασθενής παρακολουθείται συστηματικά, αν παραμένει και ο υπόλοιπος έλεγχος με τις εργαστηριακές εξετάσεις που αναφέραμε είναι φυσιολογικός, μπορεί να ακολουθήσει αμφοτερόπλευρος λεμφαδενικός καθαρισμός, που μπορεί να θεραπεύσει τη νόσο, όμως είναι μεγάλη εγχείρηση που συνοδεύεται από σοβαρές επιπλοκές, όπως η λεμφοκήλη και η συνεχής διαρροή λέμφου από το τραύμα και η διάσπαση του τραύματος. Εναλλακτική μέθοδο αντιμετώπισης αποτελεί η ακτινοθεραπεία των γαγγλίων, ενώ όταν υπάρχουν απομακρυσμένες μεταστάσεις εφαρμόζεται συστηματική χημειοθεραπεία, με πτωχά όμως αποτελέσματα.
Προγνωστικοί παράγοντες
Αν και η τοπική έκταση της νόσου και τα ιστολογικά χαρακτηριστικά (Grade) έχουν σημαντική προγνωστική αξία, εν τούτοις η παρουσία λεμφαδενικών μεταστάσεων αποτελεί τον σημαντικότερο προγνωστικό παράγοντα για την επιβίωση. Όταν η διάγνωση είναι έγκαιρη και οι λεμφαδένες δεν έχουν προσβληθεί, η 5ετής επιβίωση κυμαίνεται από 65%-90%. Όταν οι λεμφαδένες έχουν προσβληθεί, η 5ετής επιβίωση είναι μικρή.
Ποιότητα ζωής
Σήμερα σχεδόν το 80% των ασθενών με Ca πέους μπορούν να θεραπευτούν. Καθώς η επιβίωση αυξάνεται η σεξουαλική δυσλειτουργία και η υπογονιμότητα θεωρούνται αρνητικές επιπτώσεις της θεραπείας. Οι χειρουργικές τεχνικές διατήρησης του οργάνου προσφέρουν καλύτερη ποιότητα ζωής και θα πρέπει να προσφέρονται όταν αυτό είναι δυνατό.
Απαραίτητη κρίνεται η ψυχολογική υποστήριξη σε κάθε περίπτωση.